ξέμακρα

ξέμακρα
επίρρ. τοπ., μακριά, απόμακρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξέμακρος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά, απομακρυσμένος. επίρρ... ξέμακρα μακριά, απόμακρα …   Dictionary of Greek

  • παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”